- προσωπολάτρης
- ο, θηλ. προσωπολάτρις No αφοσιωμένος σε ένα πρόσωπο με λατρεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + λάτρης. Η λ., στον πληθ. προσωπολάτραι, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἑστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσωπολατρία — η, Ν 1. λατρεία προς ένα πρόσωπο 2. (κοινων. πολ.) όρος που χρησιμοποιήθηκε, για πρώτη φορά, από το 20ό Συνέδριο τού Κομμουνιστικού Κόμματος τής Σοβιετικής Ένωσης για να δηλωθεί η τάση άκριτης και δουλικής υποταγής σε πολιτικούς ηγέτες και… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
ειδωλολάτρης — ο θηλ. ισσα 1. που λατρεύει τα είδωλα, τα ομοιώματα, τους ψεύτικους θεούς. 2. μτφ., που λατρεύει κάποιον υπερβολικά, ο προσωπολάτρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)